σταφιδόμελι

σταφιδόμελι
το, Ν
(χημ. τροφ.) σταφιδοσάκχαρο που έχει τη μορφή σιροπιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταφίδα + μέλι. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πετιμέζι — και πετμέζι, το, Ν 1. το σταφιδόμελι, το γλυκό παχύρρευστο υγρό που παράγεται από τον μούστο με παρατεταμένο βράσιμο σε σιγανή φωτιά 2. μτφ. καθετί που είναι πάρα πολύ γλυκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pekmez] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”